- διακέλευμα
- διακέλευμα και διακέλευσμα, το (AM)παρόρμηση, παρακίνηση, προσταγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακέλευμα — an exhortation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακέλευσμα — διακέλευσμα, το (Α) βλ. διακέλευμα* … Dictionary of Greek